Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Με τι έμψυχο υλικό θα γίνει η αναστήλωση της παραγωγικής μηχανής της χώρας;

Στην Ελλάδα σήμερα οι τεχνικές ειδικότητες τείνουν να εξαφανιστούν. Οι επίδοξοι νέοι τεχνικοί δυσκολεύονται να σπουδάσουν και να μάθουν μια "τέχνη", πρακτική και πολύ χρήσιμη. 

Από την εμπειρία μου τα τελευταία χρόνια στην τεχνική και επιστημονική εκπαίδευση στα δημόσια ΙΕΚ τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά:
Ειδικότητες που άλλοτε ήταν "must", και που στο κάτω κάτω παραμένουν απολύτως απαραίτητες όπως ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί και υδραυλικοί , εξαφανίζονται σιγά σιγά. 



Οι σπουδαστές πολλές φορές καλούνται να διανύσουν αρκετά χιλιόμετρα και
ώρες (ναι ώρες, όχι ώρα) για να φοιτήσουν στο "πλησιέστερο" ΙΕΚ. Αυτό το γνωρίζαμε και από παλιά. Μόνο που πλέον αν εξαιρέσει κανείς τους τεχνικούς υπολογιστών, και τους τεχνικούς μηχανοτρονικής ( : μηχανικούς αυτοκινήτων), οι άλλες ειδικότητες τείνουν να εξαφανιστούν. 

Ας δούμε κάποια στοιχεία για την Αθήνα (και πανελλαδικά):

  • Ηλεκτρολόγοι: 1 τμήμα (3 σε όλη την Ελλάδα)
  • Τεχνικοί αυτοματισμού: 1 τμήμα (6 πανελλαδικά)
  • Ψυκτικοί: 3 τμήματα (7 πανελλαδικά)
  • τεχνικοί θέρμανσης: 2 (10 πανελλαδικά, αυτό πάει κάπως καλύτερα στην επαρχία, λόγω φυσικού αερίου)
όμως ο παλιός, κλασσικός υδραυλικός ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ!!!

Υπάρχει ένα κενό, καθώς η νέα ειδικότητα "τεχνικός μηχανικός θερμικών εγκαταστάσεων και τεχνολογίας πετρελαίου και φυσικού αερίου" ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΣ! Λες και στην Ελλάδα δεν έχουμε ανάγκη από υδραυλικούς!Μήπως όμως υπάρχει ειδικότητα "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ";;;


Μάλλον δεν έχουμε ανάγκη στην Ελλάδα από ηλεκτρονικούς.

Ηλεκτρολόγους έχουμε 1 σχολή στην Αθήνα, μία! Α! και μία στην Αίγινα. 

Όλοι όσοι "κόπτονται" για την αναστήλωση της παραγωγικής μηχανής στην Ελλάδα, αλήθεια, με τι έμψυχο υλικό θα το καταφέρουν;

Υπάρχει άραγε κάποια εθνική πολιτική στο θέμα και ποια είναι αυτή;


Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για την πρωτογενή παραγωγή. Φυσικά στην Αθήνα δεν υπάρχει κανένα ΙΕΚ, αλλά και σε ολόκληρη την επαρχία υπάρχουν:

  • 6 σχολές αμπελουργών-οινοποιών
  • 9 σχολές τυροκόμων
  • και 10 (!) σχολές μελισσοκόμων

Αλήθεια, πώς, με ποιους ανθρώπους θα μπορέσει να ανασυνταχθεί η ελληνική παραγωγή; Και μην βιαστεί κάποιος να πει ότι θα τα κάνουμε εμπειρικά. Πλέον για τα πάντα χρειάζεται πιστοποίηση. Κατά τα άλλα όμως, σκίζουμε !!! Έχουμε :
  • 32 σχολές για φύλακες μουσείων
  • 52 σχολές για αισθητικούς μακιγιάζ
  • 20 σχολές για αισθητικούς ποδολογίας-ονυχοπλαστικής (μανικούρ-πεντικιούρ δηλαδή)
  • 38 σχολές κομμωτικής
  • 51 σχολές τουριστικών μονάδων (ουσιαστικά ρεσεψιονίστ) και κρατηθείτε...
  • 67 σχολές μαγείρων!!!! (τι σου κάνει η τηλεόραση)

Να σημειωθεί ότι από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι οι παραπάνω σχολές είναι συχνά με διπλά τμήματα, κάτι που στις τεχνικές σχολές δεν συμβαίνει ποτέ (λόγω ελλείψεως σπουδαστών). Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν έχω τίποτα εναντίον των παραπάνω ειδικοτήτων. Είναι απαραίτητες, δεν μπαίνει θέμα.Είναι όμως ξεκάθαρο ότι προάγουν την οικονομία του τουρισμού και των υπηρεσιών και όχι την παραγωγή. 

Από την άλλη, αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται εις βάρος των τεχνικών ειδικοτήτων, οι οποίες σε λίγο (με εξαίρεση τους τεχνικούς υπολογιστών και τους μηχανικούς αυτοκινήτων) δεν θα υπάρχουν! 

Αρκετός κόσμος πάει βεβαίως σε κατηγορίες σχετιζόμενες με υπολογιστές:
  • τεχνικοί δικτύων και επικοινωνιών (5 στην Αθήνα, 16 σε όλη τη χώρα)
  • web design-video games (11 στην Αθήνα και 32 παρακαλώ σε όλη την χώρα!)
  • τεχνικοί λογισμικού (3 στην Αθήνα και 6 πανελλαδικά)
  • ενώ τεχνικοί ΗΥ (4 στην Αθήνα και 21 πανελλαδικά)

Από τους παραπάνω ωστόσο, οι μόνοι οι οποίοι λαμβάνουν καθαρόαιμη τεχνική εκπαίδευση, με ουσιαστικές γνώσεις ηλεκτρονικής είναι οι τεχνικοί ΗΥ. Οι άλλοι εξειδικεύονται στο software. 
Βεβαίως, από την άλλη, οι τεχνικοί ΗΥ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον παλιό, καλό τεχνίτη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ, αυτόν με το κολλητήρι, που μπορούσε να επιδιορθώσει μια πλακέτα. Αλήθεια, σε ποιον θα πάμε αν χαλάσει μια πλακέτα; Πέταμα και καινούργια, ε; Μόνο που η καινούργια κάποιες φορές κοστίζει 100, 200, 500€ ή και παραπάνω, αλλά τι ανάγκη έχουμε από ηλεκτρονικούς! Ας φτιάχνουμε όμως video games ! 

Αναφορικά με τους μηχανοτρονικούς δηλαδή τους μηχανικούς αυτοκινήτων, η εμπειρία δείχνει ότι ο σκοπός των περισσότερων σπουδαστών ΔΕΝ είναι η επαγγελματική αποκατάσταση. Οι περισσότεροι θέλουν να κάνουν το χόμπι τους, και να μάθουν να επισκευάζουν (ή να "πειράζουν") τις μηχανές τους και τα αυτοκίνητά τους. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η ειδικότητα του "ηλεκτρολόγου οχημάτων" δεν υπάρχει πια! 
Δεν στέκομαι καθόλου σε άλλα θέματα ουσίας που είναι τα προβλήματα εξοπλισμού που αντιμετωπίζουν τα δημόσια ΙΕΚ. Οι εκπαιδευτές αναγκαζόμαστε να κάνουμε εργαστήρια πολλές φορές με δικά μας υλικά, όργανα μέτρησης κλπ. Άλλο μεγάλο θέμα...

Εδώ στέκομαι μόνο στο ζήτημα ότι σχολές και ειδικότητες κλείνουν, χάνονται, σβήνουν και τελικά νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε πώς ναι μεν χρειαζόμαστε προσωπικό σε μουσεία, κομμώτριες, ρεσεψιονίστ, μανικιουρίστες και μαγείρους, αλλά πώς να το κάνουμε χρειαζόμαστε και τεχνικούς όπως ο μικρούλης Μπομπ ο μάστορας (βλ. φωτό). 

Υπάρχει ελπίδα;






Α. Α. Παρασκευόπουλος
Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών
Πιστοποιημένος εκπαιδευτής ενηλίκων σε ΙΕΚ

Αγγέλα του Γ. Σεβαστίκογλου στο θέατρο Altera Pars

Η Αγγέλα του Γ. Σεβαστίκογλου
Η Αγγέλα παίζεται φέτος για 2η χρονιά στο θέατρο Altera Pars στον Κεραμικό και από την “εμπέδηση” αποφασίσαμε να την δούμε. Η διανομή είναι ελαφρώς αλλαγμένη σε σχέση με πέρσι με κάποιες καινούργιες, φρέσκιες παρουσίες, αλλά και αρκετούς από την περσινή πετυχημένη χρονιά.
Πρόκειται για μια απλή, λιτή, αλλά και συνάμα πολύ μεστή παράσταση που αξίζει να δει κάποιος. Βλέποντας την Αγγέλα, θα συγκινηθείς, θα θυμώσεις, θα προβληματιστείς, και θα αναλογιστείς πόσες πολλές ομοιότητες υπάρχουν με την σημερινή Ελλάδα. Η Αγγέλα είναι ένα μάθημα. Είναι καταρχήν ένα μάθημα ιστορίας και κοινωνιολογίας για την παλιά Ελλάδα, και την παλιά Αθήνα, η οποία όμως δεν είναι και τόσο νοσταλγική. Για την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, η οποία έψαχνε να βρει την περπατισιά της. Όπως πολύ ωραία είχε σημειώσει ο Δ. Σπάθης: “ Η Αγγέλα δεν είναι ένα δράμα για τις υπηρέτριες και την μοίρα τους, αλλά έργο που απομονώνει και φωτίζει τη λεπτομέρεια ενός μεγάλου πίνακα, την πραγματικότητα της δεκαετίας του '50, με τις πληγές από το μετεμφυλιακό καθεστώς...”.
Είναι όμως και ένα μάθημα για το σήμερα, διότι οι χαρακτήρες του έργου, καθημερινοί άνθρωποι, θα μπορούσαν κάλλιστα να ζουν και σήμερα, και να κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Η Αγγέλα ήταν και είναι ένα πολύ δυνατό έργο, γροθιά στο στομάχι, κραυγή αγωνίας, αλλά συνάμα κουβαλά την ατμόσφαιρα μιας παλιάς ελληνικής ταινίας (όπως τα περισσότερα έργα του νεοελληνικού ρεαλισμού), είναι προσιτή, καθημερινή, απτή. Είναι το ατόφιο, λαϊκό, ελληνικό θέατρο. Χωρίς μεγαλοστομίες και φανφάρες, απλό και συγχρόνως γεμάτο νοήματα.

Το έργο
Το έργο ξεκινά με την Άννα (Στέλλα Κωνσταντάτου), μια από τις υπηρέτριες, να τραγουδά ενώ σφουγγαρίζει, “το μονοπάτι”, όταν έξαφνα ακούγεται μια κραυγή. Η Τασία, μια από τις υπηρέτριες έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού και αυτοκτόνησε. Τι μπορεί να ώθησε την ανήλικη ακόμα Τασία στο απονενοημένο;
Η Άννα, η Γεωργία (Έλενα Καστανά), η Φανή (Μελανία Μπαλτσίδου) και η Νέρα (Νερατζιά) (Κυριακή Στούρου) εργάζονται σε αυτό το σπίτι ως υπηρέτριες. Κάθε μια έχει τη δική της ιστορία που από μόνη της θα μπορούσε να είναι ένα ξεχωριστό θεατρικό έργο. Σε αυτό το έργο όμως πρωταγωνίστρια είναι η Αγγέλα (Αγγελική Κοντού), μια νέα κοπέλα η οποία έρχεται από το χωριό για να δουλέψει σαν υπηρέτρια, την ίδια μέρα που η Τασία αυτοκτόνησε.
Ο Λάμπρος (Παύλος Εμμανουηλίδης) είναι ο αδερφός της Τασίας και με το που απολύεται από το ναυτικό -όπου υπηρέτησε την θητεία του- μαθαίνει το φοβερό μαντάτο για την αδερφή του. Την είδηση την μαθαίνει σε ένα ταβερνάκι όπου τον συναντούν η Γεωργία με τον Στράτο (Πέτρος Νάκος), αλλά και η Αγγέλα, που την έχουν πάρει μαζί τους.
Ο Στράτος είναι ο αγαπητικός της Γεωργίας, κάτι που δεν τον εμποδίζει καθόλου όμως, να της φέρεται απαίσια, να την απατά με άλλες γυναίκες. Έχει βάλει στο μάτι τη νεαρή Αγγέλα, η οποία όμως δεν τον θέλει. Από την άλλη, ο Λάμπρος, γνωρίζεται με την Αγγέλα, εκεί ακριβώς που μαθαίνει για τη νεκρή αδερφή του. Από την μια έχει χάσει την αγαπημένη του αδερφή, από την άλλη όμως γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του. Η Αγγέλα αν και διστακτική στην αρχή, θα δοθεί ολόψυχα στον τίμιο Λάμπρο.
Στον γάμο της Φανής, με το Μένιο (Γιάννης Ανδρουλακάκης), αρχίζει να ανοίγει η Αγγέλα την καρδιά της στον Λάμπρο, ο οποίος όμως βασανίζεται από το ερώτημα, γιατί αυτοκτόνησε η αδερφή του και σιγά σιγά μαθαίνουμε την πικρή αλήθεια: Η Τασία είχε πέσει θύμα εκμετάλλευσης ανθρώπων του υποκόσμου, που παρέσυραν νεαρά κορίτσια και τα ωθούσαν στην πορνεία. Τα είχε “φτιάξει” με κάποιον, ο οποίος όμως την πήγε ύστερα σε κρεβάτια άλλων. Η Τασία δεν άντεξε και αυτοκτόνησε. Έτσι ο αδερφός, βάζει σκοπό της ζωής του να πάρει εκδίκηση.
Παράλληλα παρακολουθούμε τις ιστορίες των υπολοίπων προσώπων. Την Άννα εγκατέλειψε εδώ και χρόνια ο αρραβωνιαστικός της όταν μπαρκάρισε για τα ξένα. Τώρα αναγκάζεται να στέλνει τον μισθό της στο χωριό, στους δικούς της. Η Νέρα ονειρεύεται να γίνει αστέρας του κινηματογράφου και ανυπομονεί να γνωρίσει έναν Αμερικανό αξιωματικό, φίλο του Στράτου, που θα την προωθήσει (ή μήπως όχι;). Η Γεωργία υπομένει τις αμέτρητες προσβολές του Στράτου, κι όμως παραμένει προσκολλημένη πάνω του. Η Φανή ονειρεύεται να κάνει οικογένεια με το Μένιο που είναι αστυφύλακας, και να κάνουν πολλά παιδιά, αλίμονο όμως, μετά το γάμο θα συμβούν πολλά. Η ιστορία ξεκινά καλοκαίρι και κορυφώνεται στις απόκριες, μια γιορτή με τραγικό συμβολισμό, την γιορτή των μασκαράδων και του αρχαίου θεού της ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ, του Διονύσου. Η συνέχεια επί σκηνής.
Η Αγγέλα (Αγγ. Κοντού) στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι πολύ καλή, με δυναμική ερμηνεία. Ο Στράτος, ο παλιοχαρακτήρας και “ρεμάλι” του έργου ενσαρκώνεται ιδανικά από τον Π. Νάκο, ο οποίος υπογράφει και την σκηνοθεσία. Ο Λάμπρος (Π. Εμμανουηλίδης) παίζει ντόμπρα και τίμια τον χαρακτήρα του αντιήρωα. Η Γεωργία (Ε. Καστανά) και η Άννα (Σ. Κωνσταντάτου) θυμίζουν αντιστοίχως Κατερίνα Χέλμη και Δέσπω Διαμαντίδου, στο ύφος και στο παίξιμο. Η Σ. Κωνσταντάτου αν και δεν έχει κάποιον μεγάλο ρόλο, αποδεικνύει ότι είναι μια πολύ καλή και έμπειρη ηθοποιός, με πολύ φυσικότητα αλλά και μπρίο στην ερμηνεία. Από την άλλη η Ε. Καστανά έχει σαφώς πιο σημαντικό ρόλο στο έργο, με πολλές μεταπτώσεις, και δυσκολίες προσδίδοντάς του έντονη δραματικότητα. Μας άρεσε πολύ και η Μ. Μπαλτσίδου στο ρόλο της Φανής, με δυνατή, καθαρή φωνή, ωραία άρθρωση, και πολύ ζωντανή απόδοση. Η Κ. Στούρου, στο ρόλο της Νέρας, με πολύ καλή κίνηση, στην 1η σκηνή μαζί με την “Φανή”, αν και είναι δευτερεύων χαρακτήρας, αποδίδει πετυχημένα την ανέμελη νεαρή υπηρέτρια. Το καστ συμπληρώνουν ο Γ. Ανδρουλακάκης (Μένιος) και ο Θ. Κώτσης (Γκαρσόνι). Στα θετικά της παράστασης πρέπει να σημειωθεί και η πρωτότυπη μουσική της Ελένης Λομβάρδου.

Η θέση της παράστασης μέσα στο σύνολο των φετεινών παραστάσεων
Η σκηνοθεσία του Π. Νάκου μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της εποχής με επιτυχία. Οι εντάσεις των χαρακτήρων, αλλά και το όλο στήσιμο είναι σωστά δοσμένα. Μέσα από αυτό περνάνε και τα μηνύματα του έργου. Μας άρεσε ιδιαιτέρως και το τελικό εφέ φωτισμού με τους μασκαράδες.
Είναι σημαντικό, μέσα από το στήσιμο ενός έργου να αναδεικνύεται το ύφος του, αλλά και οι ιδέες του, ώστε το θέατρο τελικά να είναι ΠΑΙΔΕΙΑ, να παιδεύει και να εκπαιδεύει τον θεατή, κάτι που επιτυγχάνεται μέσα από αυτή την παράσταση.
Θα θέλαμε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι σε μια θάλασσα από παραστάσεις και σκηνές, δεν είναι εύκολο να επιλέξει κάποιος τι θα δει. Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας εντυπωσιασμού και/ή πρόκλησης. Μπορεί το θέατρο να προκαλεί; Βεβαίως μπορεί: Την εξουσία! Το θέατρο δεν πρέπει να προκαλεί βάζοντας όσο γίνεται περισσότερο γυμνό, αισχρολογίες και ασχημονίες. Οι θίασοι δεν πρέπει να προσπαθούν να βρουν “πιασάρικα” θέματα προκειμένου να κάνουν σκοτεινές συναλλαγές με κέντρα, εταιρίες, οργανώσεις κλπ. Είναι άλλωστε γνωστό ότι χρηματοδοτήσεις δίνουν και παίρνουν για συγκεκριμένη θεματολογία, που αν κάποιος δεν την ακολουθεί δεν τυγχάνει ισχυρής στήριξης. Επίσης δεν θα έπρεπε, ειδικά στους φτωχικούς καιρούς που ζούμε, να στοχεύουν στον εντυπωσιασμό, στις άσκοπες και ανούσιες υπερπαραγωγές, οι οποίες πιθανότατα ισοσκελίζουν ως μαύρο χρήμα τους ισολογισμούς αυτόκλητων χορηγών.
Παράλληλα όμως σε όλο αυτό τον ομολογουμένως μεγάλο κύκλο, υπάρχουν ακόμη παραστάσεις, υπάρχει ακόμη καλό θέατρο. Η Αγγέλα λοιπόν είναι φέτος μια τέτοια ξεχωριστή παράσταση που αξίζει να δει κάποιος. Είναι μια έντιμη παράσταση, από το καλό νεοελληνικό ρεπερτόριο, έχει πράγματα να σου πει και να σε ωφελήσει εντέλει ως θεατή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Altera Pars δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Π. Νάκος ως σκηνοθέτης έχει επιλέξει εδώ και χρόνια πολύ προσεκτικά τις παραστάσεις που ανεβάζει, οι οποίες πάντα προβληματίζουν, παιδεύουν και εκ-παιδεύουν τον θεατή, χωρίς ωστόσο καμία επιτήδευση. Μια καλή παράσταση, ένα θέατρο για να επιτελεί τον ρόλο του, να ψυχαγωγεί και να ανυψώνει τον θεατή δεν χρειάζεται να είναι “βαρύ”, “ακαταλαβίστικο”, “κουλτουριάκο”. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναρωτιέται ο θεατής “τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης” ή να αναζητάμε τα κρυφά νοήματα μιας “minimal εκφραστικότητας”.
Ειδικά στο νεοελληνικό θέατρο έχουμε πληθώρα έργων, απλών, κατανοητών, καθημερινών, διδακτικών, ΤΡΑΓΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ. Εδώ ακριβώς λοιπόν φαίνεται η εκφραστική δύναμη της “Αγγέλας” και της πένας του Γ. Σεβαστίκογλου. Θα ήταν ευχής έργον να ανέβαιναν και άλλες τέτοιες παραστάσεις, οι οποίες έχουν να μας πουν, αλλά συνάμα προέρχονται και από τα σπλάχνα της νεοελληνικής ιστορίας και κοινωνίας.
Θα συμφωνήσω με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, ο οποίος σε άρθρο του για την παράσταση
τονίζει πως: σκοπός του Εθνικού Θεάτρου είναι η μόρφωση του κοινού με τα μεγάλα κλασικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου και την ανάπτυξη της παλαιάς και νέας ελληνικής δραματουργικής παραγωγής", αλλά δυστυχώς το Εθνικό μας Θέατρο περί άλλα τυρβάζεται (ναι το ρήμα είναι τυρβάζεται και όχι τυρβάζω που έχει εντελώς άλλη σημασία).
Παρόμοια εθνικά θέατρα σε άλλες χώρες (π.χ Berliner Ensemble, Comedie Francaise, National Theater, Moscow art theater) κάνουν αυτό ακριβώς! Αναδεικνύουν το εθνικό τους ρεπερτόριο, παίζοντας βεβαίως και έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Εμείς εδώ, η χώρα που γέννησε το θέατρο; Αναπαράγουμε δουλικά, ξένο ρεπερτόριο, καλώντας και χρυσοπληρώνοντας ξένους καλλιτέχνες, χρεώνοντας τον προϋπολογισμό του “Εθνικού” ακόμη περισσότερο.
Αυτό το κενό λοιπόν που δημιουργεί το Εθνικό θέατρο, καλούνται να γεμίσουν σκηνές και θίασοι, όπως αυτός που ανεβάζει φέτος την Αγγέλα στο Altera Pars.

Σεβαστίκογλου
Ο Γεώργιος Λέανδρος Σεβαστίκογλου γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης 12/10/1913 έναν χρόνο πριν τον 1ο ΠΠ. Γνωρίστηκε από νωρίς με τον Κουν, ο οποίος επίσης ήταν από την Πόλη. Ο Σεβαστίκογλου ήταν στον ιδρυτικό πυρήνα του θεάτρου τέχνης, που έκανε το ξεκίνημά του μέσα στην κατοχή, το 1942. Στο μεταξύ γνώρισε και την σύντροφο της ζωής του, την συγγραφέα Άλκη Ζέη. Παντρεύτηκαν το 1945. Η Τατιάνα Μιλλιέξ, φίλη της Ζέης, τους πρότεινε να διαφύγουν με το πλοίο Ματαρόα για το Παρίσι τον Δεκέμβρη του 45, εν μέσω του ζοφερού εμφυλίου. Ωστόσο, ο Σεβαστίκογλου (ήδη μέλος του ΕΑΜ), προσχώρησε στον ΔΣΕ και υπήρξε υπεύθυνος του κινηματογραφικού του συνεργείου, και παρέμεινε στην Ελλάδα.
Τελικά μετά τον εμφύλιο το 48, ο Σεβαστίκογλου διέφυγε για Τασκένδη (Ουζμπεκιστάν). Η σύζυγός του τον ακολούθησε αρκετά χρόνια μετά, το 1954! Εκεί οργάνωσε τον θίασο των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, ανεβάζοντας παραστάσεις. Με την Άλκη Ζέη απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πέτρο και την Ειρήνη. Το 1957 μετακόμισαν στην Μόσχα, όπου σπούδασε στην θεατρική ακαδημία και έγινε αργότερα γνωστός ως σκηνοθέτης και μεταφραστής. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην Σοβιετική ένωση ήρθε η αναγνώριση. Η Αγγέλα ανέβηκε το 1958, ενώ είχε γραφτεί το 57 στην Μόσχα, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία!
Ο Σεβαστίκογλου επέστρεψε το 1965 στην Ελλάδα, και συνεργάστηκε με τον θίασο Αλεξανδράκη-Γεωργούλη, για να ξαναφύγει το 67 με την Χούντα, για το Παρίσι, μαζί με τη γυναίκα του. Δίδαξε στη Σορβόννη και στο κονσερβατουάρ, ίδρυσε τον θίασο Πράξις, και συνεργάστηκε με νέους ηθοποιούς μαζί με τον Antoine Vitez.
Το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και αφιερώθηκε στην σκηνοθεσία και στην μετάφραση, ενώ προσπάθησε να συγκροτήσει μια δική του θεατρική ομάδα νέων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πέθανε τελικά 1η Δεκεμβρίου 1990. Το έργο του παραμένει σημαντικό και επίκαιρο.


Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και η Άλκη Ζέη











φωτογραφία με τον θίασο της παράστασης (από αριστερά προς δεξιά, 1η σειρά: Θ. Κώτσης, Π. Νάκος, Π. Εμμανουηλίδης, Γ. Ανδρουλακάκης. 2η σειρά: Σ. Κωνσταντάτου, Ε. Καστανά, Α. Κοντού, Κ. Στούρου, Μ. Μπαλτσίδου)








Συντελεστές της παράστασης:

  • Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Πέτρος Νάκος
  • Επιμέλεια σκηνικού/Σκηνικά: Σάββας Πασχαλίδης/Altera Pars
  • Κοστούμια: Δέσποινα Κολοκοτσά
  • Επιμέλεια Κίνησης: Ελβίρα Μπαρτζώκα
  • Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Νάκος, Αγγελική Κοντού
  • Πρωτότυπη μουσική: Ελένη Λομβάρδου

Διανομή:
Αγγέλα: Αγγελική Κοντού
Λάμπρος: Παύλος Εμμανουηλίδης
Στράτος: Πέτρος Νάκος
Γεωργία: Έλενα Καστανά
Άννα (και Κυρία Παππά): Στέλλα Κωνσταντάτου
Φανή: Μελανία Μπαλτσίδου
Νέρα: Κυριακή Στούρου
Μένιος: Γιάννης Ανδρουλακάκης
Γκαρσόνι: Θάνος Κώτσης




ΕΜΠΕΔΗΣΗ